-
1 остальной
остальной 1. υπόλοιπος* \остальнойое время τον υπόλοιπο χρόνο 2. 1) м мн. \остальнойые (о людях) οι άλλοι, οι υπόλοιποι 2) \остальнойое с το υπόλοιπο· τα ρέστα* в \остальнойом κατά τα άλλα· всё \остальнойое όλλα τ' άλλα* * *1.2.остальное вре́мя — τον υπόλοιπο χρόνο
1) м мн.остальны́е (о людях) — οι άλλοι, οι υπόλοιποι
2)остально́е — с το υπόλοιπο; τα ρέστα
в остально́м — κατά τα άλλα
всё остально́е — όλλα τ'άλλα
-
2 остальной
остальн||о́йприл1. ὑπόλοιπος, ὑπολειπόμενος:\остальнойо́е время τόν ὑπόλοιπο καιρό, τόν ὑπόλοιπο χρόνο· 2. -
3 догулять
ρ.σ.μ.1. διασκεδάζω, γλεντώ τον υπόλοιπο χρόνο•догулять отпуск догулять и на работу θ'απογλεντήσω την άδεια καί μετά στη δουλιά.
2. ξοδεύω εντελώς•я -ял последние деньги ξόδεψα στα γλέντια και τα τελευταία χρήματα, ξεπαοαδιάστηκα στα γλέντια.
παραγλεντώ, παραδιασκεδάζω•догулять до простуды αρρωσταίνω από το πολύ γλέντι.
См. также в других словарях:
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Ροδόλφου, Λίμνη — (Lake Rudolf, αγγλικά). Λίμνη της ανατολικής Αφρικής, η πέμπτη σε έκταση (8.600 τ. χλμ.) της αφρικανικής ηπείρου· καταλαμβάνει τον βυθό μιας λεκάνης που περιβάλλεται από ψηλούς ηφαιστειακούς κώνους, η οποία αποτελεί το κεντρικό τμήμα της μεγάλης… … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… … Dictionary of Greek
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek
Τουαμότου, Νησιά — Αρχιπέλαγος του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, που αποτελείται από περίπου 80 νησιά, τυπικές ατόλλες μικρής επιφάνειας, σχεδόν όλα ακατοίκητα ή κατοικημένα κατά περιόδους. Από αυτά η Ρανγκιρόα (600 κάτ.), η πιο εκτεταμένη, η Φακαράβα (300… … Dictionary of Greek
νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… … Dictionary of Greek